- ερυστός
- ἐρυστός, -ή, -όν (Α)[ερύω (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» — γυμνά ξίφη, Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρυστά — ἐρυστός drawn neut nom/voc/acc pl ἐρυστά̱ , ἐρυστός drawn fem nom/voc/acc dual ἐρυστά̱ , ἐρυστός drawn fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυστόν — ἐρυστός drawn masc acc sg ἐρυστός drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)